- νεκράγγελος
- νεκρ-άγγελος, ον,A messenger of the dead, Luc.Peregr.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκράγγελος — νεκράγγελος, ον (Α) αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»] … Dictionary of Greek
νεκραγγέλους — νεκράγγελος messenger of the dead masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek